Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 760 εγγραφές  [0-20]


  • αβελτηρία [ἀβελτηρία] α-βελ-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αβελτερία (απαιτ. λεξιλόγ.): νωθρότητα στη σκέψη και κατ' επέκτ. μωρία ή ανάλογη ενέργεια ή συμπεριφορά: γραφειοκρατική/δημόσια/διοικητική/διπλωματική/εγκληματική/κρατική/κυβερνητική/πολιτική ~. ~ (= ανοησία) και απερισκεψία. Η ~ των Αρχών/της Πολιτείας. Πβ. αμβλύνοια, ανεπάρκεια. Βλ. αβδηριτισμός. ΑΝΤ. οξύνοια. [< μτγν. ἀβελτηρία, αρχ. ἀβελτερία]
  • αβραμιαίος , α, ο [ἀβραμιαῖος] α-βρα-μι-αί-ος επίθ. (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. που αναφέρεται ή ανήκει στον Αβραάμ: ~α: διαθήκη.|| (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) ~α: φιλοξενία (= πλουσιοπάροχη). Βλ. -ιαίος. [< μτγν. ἀβραμιαῖος]
  • αβροδίαιτος , η, ο [ἁβροδίαιτος] α-βρο-δί-αι-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που ζει με ανέσεις και κατ' επέκτ. μαλθακός ή ντελικάτος: ~ος: αστός. Πβ. τρυφηλός.|| (ειρων.) ~οι: θεράποντες των τεχνών/νεανίσκοι (= καλομαθημένοι).|| ~οι: τρόποι (= λεπτεπίλεπτοι). [< αρχ. ἁβροδίαιτος]
  • αβρός , ή, ό [ἁβρός] α-βρός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που διακρίνεται από λεπτότητα, ευγένεια, κομψότητα: ~ός: άνθρωπος/χαρακτήρας. ~ και καλλιεργημένος/περιποιητικός/ρομαντικός. Μας υποδέχτηκε ευγενής, ~, ένας πραγματικός κύριος! Πβ. ντελικάτος.|| ~ός: εναγκαλισμός/τόνος φωνής. ~ή: διατύπωση (= κομψή)/συμπεριφορά/φυσιογνωμία. ~ό: δέρμα (= απαλό)/πρόσωπο/χάδι (= τρυφερό)/χέρι (πβ. λεπτοκαμωμένο). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. ~ά: λόγια. ~ά: μάγουλα/χείλη. ~ και γλυκός. ~ό και μειλίχιο ύφος. ● επίρρ.: αβρά [< αρχ. ἁβρός]
  • αγαστός , ή, ό [ἀγαστός] α-γα-στός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): αξιοθαύμαστος· κατ' επέκτ. απόλυτα αρμονικός, τέλειος: ~ός: σκοπός. ~ή: συνεργασία/συνύπαρξη/σχέση. ~ό: κλίμα. ~ές: προθέσεις. Συνεργάζονται με ~ό τρόπο. ● ΦΡ.: σε αγαστή σύμπνοια βλ. σύμπνοια [< αρχ. ἀγαστός ‘αξιέπαινος, αξιαγάπητος’]
  • άγγιγμα [ἄγγιγμα] άγ-γιγ-μα ουσ. (ουδ.) {αγγίγμ-ατος | -ατα, -άτων}: απαλή επαφή και συνεκδ. η αίσθηση ή το συναίσθημα που αυτή προξενεί: αδιάκριτο/ελαφρύ/ερωτικό/ευχάριστο/θεραπευτικό/τρυφερό/τυχαίο/φευγαλέο ~. ~ με τα δάχτυλα/χέρια. Ξαφνικά ένιωσα ένα ~ στην πλάτη. Ανατριχιάζω στο ~ά του. Αισθησιακά/ανεπαίσθητα/στοργικά ~ατα. ~ατα οικειότητας. Χάδια, φιλιά και ~ατα.|| Η οθόνη ανοίγει και κλείνει με το ~ ενός πλήκτρου. Διακόπτης απαλού ~ατος. Πβ. αφή.|| (μτφ.) Το ~ του Θεού. ● ΦΡ.: (το) άγγιγμα του Μίδα (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.): η ικανότητα να αποκτά κανείς εύκολα και γρήγορα χρήματα ή να έχει επιτυχία και συνεκδ. ο ίδιος ο πλούτος, η επιτυχία: Διαθέτει/έχασε/έχει το ~ ~. [< μεσν. έγγισμα, αγγλ. touch]
  • αγνωσία [ἀγνωσία] α-γνω-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αδυναμία αναγνώρισης των αισθητηριακών ερεθισμάτων λόγω εγκεφαλικής βλάβης: ακουστική/απτική/γευστική/λεκτική/οπτική/οσφρητική ~. ~ βάθους/χρωμάτων. Βλ. αλεξία, αφασία, -γνωσία, προσωπ~. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) άγνοια, αμάθεια: ιστορική ~. Στο σκοτάδι της ~ας. 3. ΦΙΛΟΣ. βασικό αξίωμα στη σωκρατική διαλεκτική (:"ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα"). [< 1: γερμ. Agnosie, γαλλ. agnosie, 1900, αγγλ. agnosia, 1900 2,3: αρχ. ἀγνωσία]
  • άγος [ἄγος] ά-γος ουσ. (ουδ.) {άγ-ους} (απαιτ. λεξιλόγ.): ασεβής και βέβηλη πράξη που προκαλεί ντροπή: Το ~ της γενοκτονίας/της παιδεραστίας. Τα κλέη και τα άγη του παρελθόντος. Πβ. ανοσιούργημα, μίασμα. [< αρχ. ἄγος]
  • αγυρτεία [ἀγυρτεία] α-γυρ-τεί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ιδιότητα και η συμπεριφορά του απατεώνα: οικονομική/πνευματική (λ.χ. λογοκλοπή)/πολιτική/τηλεοπτική ~. Πβ. αλητεία.|| (στον πληθ.: οι απάτες) Επιδίδεται σε ~ες. ΣΥΝ. απατεωνιά, τσαρλατανισμός [< μτγν. ἀγυρτεία]
  • αγχίνοια [ἀγχίνοια] αγ-χί-νοι-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): οξύτητα πνεύματος, ευστροφία. ΣΥΝ. οξύνοια ΑΝΤ. αμβλύνοια, βραδύνοια [< αρχ. ἀγχίνοια]
  • αγχίνους , ους, ουν [ἀγχίνους] αγ-χί-νους επίθ. {αγχί-νοες} (απαιτ. λεξιλόγ.): που έχει οξύτητα πνεύματος, εύστροφος: ~ους: μαθητής (πβ. ευφυής)/συνομιλητής. ~ους: μνήμη (: η οποία στηρίζεται σε συνδέσεις με ήδη υπάρχουσες γνώσεις κατ' αντιδιαστολή προς τη φωτογραφική μνήμη). Φιλομαθής και ~. ΣΥΝ. οξύνους ΑΝΤ. βραδύνους [< αρχ. ἀγχίνους]
  • αδαημοσύνη [ἀδαημοσύνη] α-δα-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): έλλειψη γνώσης ή πείρας. Πβ. άγνοια, αμάθεια, απειρία. Βλ. -οσύνη. [< αρχ. ἀδαημοσύνη]
  • αδαής , ής, ές [ἀδαής] α-δα-ής επίθ./ουσ. {αδα-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν έχει γνώση ή πείρα: ~ής: πελάτης/χρήστης. ~ές: κοινό. ~ από αυτοκίνητα/μαγειρική/μουσική (ΣΥΝ. ανίδεος, άσχετος, ΑΝΤ. γνώστης, ειδήμων, ειδικός). Αφελής και ~.~ με τα οικονομικά. Η απάτη είναι αντιληπτή και από τον πιο ~ή (= αμαθή, ανυποψίαστο) παρατηρητή.|| (ως ουσ.) Απορίες/ερωτήσεις ενός ~ούς. Μεγαλοστομίες προς εντυπωσιασμό των ~ών. [< αρχ. ἀδαής]
  • άδηλος , η, ο [ἄδηλος] ά-δη-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): μη φανερός, αβέβαιος: ~ος: ρόλος (= κρυφός· ΑΝΤ. εμφανής, φανερός)/στόχος. ~η: αιτία/έκβαση. ~ο: αποτέλεσμα. ~ες: προθέσεις. ~α: κίνητρα/οφέλη/συμφέροντα/σχέδια. ~ (= άγνωστος) παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Είναι ~ο ακόμη το τελικό κόστος. ~ο(ν) είναι αν θα γίνουν δεκτές οι προτάσεις. ~ο(ν) το μέλλον της εταιρείας (= επισφαλές· ΑΝΤ. βέβαιο, σίγουρο). ~ο(ν) τι μέλλει γενέσθαι. Πβ. αόρατος|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ο: έλλειμμα. ~ες: εισπράξεις/πληρωμές.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~η: μνήμη (: μη συνειδητή· ΑΝΤ. δηλωτική, έκδηλη). ΑΝΤ. κατάδηλος, πρόδηλος ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή βλ. αναπνοή, άδηλοι πόροι βλ. πόρος, ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών βλ. ισοζύγιο [< αρχ. ἄδηλος, γαλλ. invisible]
  • αδημονία [ἀδημονία] α-δη-μο-νί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): αίσθημα μεγάλης ανυπομονησίας, λαχτάρας ή ανησυχίας για κάτι επικείμενο: ασυγκράτητη/έκδηλη ~. ~ και αναβρασμός/ένταση ανάμεσα στους υποψηφίους. Η ~ μεγάλωνε/φούντωνε. Περιμένει/προσμένει με ~ (= με αγωνία) τις αντιδράσεις/την κλήρωση/την παράσταση. [< μτγν. ἀδημονία]
  • αδημονώ [ἀδημονῶ] α-δη-μο-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αδημον-είς ...| μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): ανυπομονώ, λαχταρώ: ~εί για .../να .../πότε θα ...|| Η ώρα πέρναγε και άρχισε να ~εί (= να αγωνιά, να ανησυχεί). [< αρχ. ἀδημονῶ]
  • αδήριτος , η, ο [ἀδήριτος] α-δή-ρι-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν μπορεί να αγνοηθεί, να παραμεριστεί, να κατανικηθεί: ~ος: φυσικός νόμος/συμβιβασμός. ~η: αλλαγή/πραγματικότητα (= αδιαμφισβήτητη). ~ο: καθήκον/πεπρωμένο. Πβ. ακαταμάχητος.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο (= αναπόφευκτο) του θανάτου. ● επίρρ.: αδήριτα ● ΣΥΜΠΛ.: αδήριτη ανάγκη/(σπανιότ.) αναγκαιότητα: απόλυτη, επιτακτική: Είναι ~ ~ να ... [< αρχ. ἀδήριτος ‘χωρίς μάχη, ασυναγώνιστος’]
  • αδηφαγία [ἀδηφαγία] α-δη-φα-γί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) ανικανοποίητη και διαρκής επιθυμία για κάτι: εξουσιαστική/εργοδοτική ~. Η ~ του κομματικού κράτους/των μονοπωλίων/των πολυεθνικών. Καταστράφηκαν στη δίνη της ~ας (= απληστίας, πλεονεξίας) τους. Πβ. ταμάχι. ΑΝΤ. ολιγάρκεια 2. κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού, ακόρεστη πείνα: ακατάσχετη/ασυγκράτητη ~. Πβ. βουλιμία, γαστριμαργία, λαιμαργία, πολυφαγία. Βλ. -φαγία. [< 1: αρχ. ἀδηφαγία]
  • αδηφάγος , ος/α, ο [ἀδηφάγος] α-δη-φά-γος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ανικανοποίητη επιθυμία για κάτι, άπληστος, ακόρεστος: ~ος: ανταγωνισμός/επιχειρηματίας (= πλεονέκτης)/καταναλωτισμός. ~ος/α: γραφειοκρατία/περιέργεια. ~ο: κράτος. ~α: βλέμματα (ΣΥΝ. αχόρταγα). 2. (για ανθρώπους και ζώα) λαίμαργος. Πβ. φαγάς.|| (μτφ.-θετ. συνυποδ.) ~ αναγνώστης (: που «καταβροχθίζει» τα βιβλία, παθιασμένος φιλαναγνώστης). 3. (μτφ.) που χρειάζεται υπέρογκα ποσά, για να λειτουργήσει, να υλοποιηθεί: ~ος: (κρατικός) μηχανισμός. ~ο: έργο. ΣΥΝ. πολυδάπανος 4. (μτφ.) καταστροφικός: ~ος: πόλεμος. ~ες: φλόγες. Βλ. -φάγος. [< αρχ. ἀδηφάγος]
  • αδιάπτωτος , η, ο [ἀδιάπτωτος] α-δι-ά-πτω-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που συνεχίζεται με την ίδια ένταση χωρίς μεταβολή: ~ος: ενθουσιασμός. ~η: προσήλωση/προσοχή (= αδιάλειπτη). ~ο: ενδιαφέρον (= αμείωτο, συνεχές). [< αρχ. ἀδιάπτωτος]

αβδηριτισμός

αβδηριτισμός [ἀβδηριτισμός] α-βδη-ρι-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ανόητη, ματαιόδοξη, αφελής ενέργεια ή συμπεριφορά: πολιτικός ~. Βλ. αβελτηρία, μικρόνοια, -ισμός.

αλεξία

αλεξία [ἀλεξία] α-λε-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια της ικανότητας ανάγνωσης και κατανόησης των γραπτών λέξεων ή προτάσεων λόγω εγκεφαλικής κάκωσης ή βλάβης εκ γενετής. [< γαλλ. alexie, αγγλ. alexia]

αναπνοή

αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

ισοζύγιο

ισοζύγιο [ἰσοζύγιο] ι-σο-ζύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {ισοζυγί-ου} 1. ΟΙΚΟΝ. πίνακας στον οποίο καταγράφεται η οικονομική κατάσταση επιχείρησης ή κράτους σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο: δημοσιονομικό/ενεργητικό (: στο οποίο τα έσοδα ξεπερνούν τα έξοδα)/οριστικό/παθητικό ή ελλειμματικό (= στο οποίο τα έξοδα ξεπερνούν τα έσοδα)/προσωρινό/συναλλαγματικό ~. ~ κίνησης κεφαλαίων. Βελτίωση/υποβολή ~ου. Αναλυτικά/συγκεντρωτικά ~α. 2. (επιστ.) η σχέση μεταξύ ορισμένων μεγεθών, κατάσταση ισορροπίας: ενεργειακό/θερμικό/οικολογικό ~. ~ προσφοράς-ζήτησης. ~ αζώτου/νερού (= η διαφορά ανάμεσα στην ποσότητα που προσλαμβάνεται και σε αυτήν που αποβάλλεται από το σώμα ή το έδαφος). Αρνητικό ~ απασχόλησης (= περισσότερες απολύσεις από προσλήψεις). Τα ~α γάλακτος και κρέατος των βιομηχανιών (= εγχώρια-εισαγόμενα). (ΦΥΣ.) ~α μάζας και ενέργειας. Βλ. εξισορρόπηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπορικό ισοζύγιο: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά στην αξία των εμπορικών εισαγωγών και εξαγωγών ενός κράτους κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου: αρνητικό/γεωργικό/θετικό/συνολικό ~ ~. Έλλειμμα/πλεόνασμα στο ~ ~., ισοζύγιο (εξωτερικών) πληρωμών: ΟΙΚΟΝ. σύστημα καταγραφής όλων των οικονομικών συναλλαγών ενός κράτους με τον υπόλοιπο κόσμο σε περίοδο ενός έτους., ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. που περιλαμβάνει τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις από τρέχουσες συναλλαγές (άδηλους πόρους και πληρωμές) πέραν του εμπορίου., ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. τμήμα του ισοζυγίου πληρωμών μιας χώρας που περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο των άδηλων συναλλαγών., υδρολογικό ισοζύγιο & υδατικό ισοζύγιο & υδρολογική ισορροπία (επιστ.): υπολογισμός της εισροής και εκροής υδάτων σε μια περιοχή και των μεταβολών στην αποθήκευση του επιφανειακού και του υπόγειου νερού. [< μτγν. ἰσοζυγής, γαλλ. équilibre, bilan, balance]

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

πόρος

πόρος πό-ρος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. στενός αγωγός, δίοδος: ακουστικός/αρτηριακός/βουβωνικός/δακρυϊκός/κυστικός/(εκ)σπερματικός ~. Γαλακτοφόροι/χοληφόροι ~οι. Εκφορητικοί ~οι των αδένων. Βλ. στόμιο.πόροι (οι) 1. μικρά, επιφανειακά ή βαθιά ανοίγματα: οι ~ του σφουγγαριού/του χαρτιού.|| (ΑΝΑΤ.) Οι ~ του δέρματος/της επιδερμίδας. Προϊόν που καθαρίζει σε βάθος τους φραγμένους ~ους (βλ. ακμή, σπυράκια). 2. ΟΙΚΟΝ. έσοδα: δημόσιοι/ιδιωτικοί/κρατικοί ~. Οικονομικοί/χρηματικοί ~. Θεσμοθετημένοι ~. Έκτακτοι/τακτικοί ~ (= εισφορές). Οι ~ της επιχείρησης/του ιδρύματος/ταμείου. Οι ~ που εισπράχθηκαν. Αύξηση/εξάντληση/μείωση των διαθέσιμων ~ων. Άντληση/(απο)δέσμευση/απώλεια/έλλειψη/παροχή ~ων. Αξιοποίηση/κατανομή/διοχέτευση/εκμετάλλευση των ~ων. Σε αναζήτηση ~ων. Έχει μείνει χωρίς/δεν έχει ~ους (= εισοδήματα). ΣΥΝ. πρόσοδοι. 3. εκμεταλλεύσιμα αγαθά, που αποτελούν πηγές άντλησης οφέλους: αλιευτικοί/θαλάσσιοι ~. Εδαφικοί/ενεργειακοί (= πηγές ενέργειας)/ορυκτοί/υλικοί ~. Πολιτιστικοί/στρατηγικοί/τουριστικοί ~. Πβ. κεφάλαιο, πλούτος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Υπολογιστικοί ~. Οι ~ του δικτύου/συστήματος (: μνήμη, περιφερειακές συσκευές). || Ψηφιακοί ~οι. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλοι πόροι: ΟΙΚΟΝ. εισοδήματα των οποίων η προέλευση δεν είναι φανερή ή γνωστή και συνήθ. δεν εμφανίζεται στην εφορία ή σε ισολογισμό (εμβάσματα μεταναστών, ναυτιλία, τουρισμός)., ανθρώπινοι πόροι: το ανθρώπινο δυναμικό επιχείρησης. [< αγγλ. human resources, 1975] , γενετικοί πόροι: ΟΙΚΟΛ. γενετικό υλικό με πραγματική ή δυνητική αξία: ζωικοί/φυτικοί ~ ~. Προστασία των δασικών ~ών ~ων., γλωσσικοί πόροι: ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιοποιημένα γλωσσικά δεδομένα: διαχείριση ~ών ~ων. Bλ. ΚΓΠ, σώμα κειμένων, τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών., εθνικοί πόροι: το σύνολο των οικονομικών αξιών που προέρχονται από εγχώριους συντελεστές παραγωγής: περιορισμένοι ~ ~. Δαπάνες που προβλέπεται να καλυφθούν αμιγώς από ~ούς ~ους., κοινοτικοί πόροι: χρήματα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση: απορρόφηση/εισροή ~ών ~ων. [< αγγλ. Community resources] , φυσικοί πόροι: κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο: ανανεώσιμοι (: νερό, ξυλεία, τροφές, φυτικά καύσιμα)/μη ανανεώσιμοι (: κάρβουνο, μάρμαρο, μέταλλα, πετρέλαιο)/ιαματικοί ~ ~. Αποθέματα ~ών ~ων. [< αγγλ. natural resources, 1956] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, υδάτινοι πόροι βλ. υδάτινος ● ΦΡ.: από ιδίους πόρους (επίσ.) & (λόγ.) εξ ιδίων πόρων: με έσοδα που προέρχονται από τον ίδιο, όχι από άλλη πηγή: Τα έξοδα καλύφθηκαν ~ ~. Χρηματοδότηση ~ ~. [< 1: αρχ. πόρος, γαλλ. pore 2,3: αγγλ. resources, γαλλ. ressources]

σύμπνοια

σύμπνοια σύ-μπνοι-α ουσ. (θηλ.): ταύτιση απόψεων, συμφωνία: απόλυτη/εθνική/πλήρης ~. ~ μεταξύ των σωματείων/στο δημοτικό συμβούλιο. Πβ. ομο-θυμία, -φωνία, -ψυχία, ομόνοια. ΑΝΤ. διαφωνία, διχογνωμία, διχόνοια. ● ΦΡ.: σε αγαστή σύμπνοια & με αγαστή σύμπνοια: με (απόλυτη) αρμονία, συμφωνία: πολιτική σε ~ ~ με τις ευρωπαϊκές θέσεις. Εργαζόμαστε με ~ ~ και συντονισμό. Οι δύο χώρες βρίσκονται σε ~ ~ ως προς το ζήτημα. (ειρων.) Κυβέρνηση και αντιπολίτευση σε ~ ~. [< μτγν. σύμπνοια]

-φαγία

-φαγία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατανάλωση συγκεκριμένης κατηγορίας, ποσότητας ή/και ποιότητας τροφών: κρεατο~/ξηρο~/χορτο~.|| Μονο~/πολυ~/υπερ~.|| Καλο~.|| (κατ' επέκτ.) Ονυχο~. || ανθρωπο~/θεο~.

-φάγος & -φαγος

-φάγος & -φαγος, ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~. 2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος). 3. καταπατητή: οικοπεδο~. 4. ασθένεια: τριχο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.